ζωογλοιακός

ζωογλοιακός
-ή, -ό [ζωόγλοια]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ζωογλοία («ζωογλοιακή συσσωμάτωση»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”